- ούλαφος
- οὔλαφος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νεκρός».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + εκφρ. επίθημα -φος (πρβλ. κρότος: κρόταφος). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β' συνθετικό τη λ. ἀφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουλαφηφόρος — οὐλαφηφόρος, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει νεκρό, νεκροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὔλαφος + φόρος*] … Dictionary of Greek